Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ερημιά

Ξεβράστηκα χρόνια πριν στην έρημη ακτή.

Από την πρώτη στιγμή ήξερα πως θα ήταν για πάντα.

Ήξερα ακόμη πως η ακτή ήταν έρημη και πως πάντα θα ήταν.

Ήμουνα πεθαμένη, όμως όλα τ' άκουγα και όλα τά 'βλεπα. Μονάχα δεν μπορούσα να κουνήσω, μα ούτε και να κλείσω τα μάτια και τ' αυτιά μου.

Άσπρα βότσαλα ολοστρόγγυλα και γκρίζα βράχια, κι οι κραυγές των γλάρων ανάκατες με τον παφλασμό των κυμάτων. Ίδια όπως πάντα, μέρα τη μέρα, νύχτα τη νύχτα.

Ίσως και να 'βρεξε καμιά φορά, ίσως κι όχι. Οι μέρες είναι πάντα γκρίζες, ακόμη και στην πιο καυτή λιακάδα. Το φως του ήλιου με πληγώνει.

Πώς πνίγηκα δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο την ακτή, τα βότσαλα, τα βράχια. Κι ο χρόνος να σταλάζει.

Με τον καιρό οι σάρκες μου ξεπλύθηκαν, έπεσαν από πάνω μου, άχρηστο ρούχο. Τώρα τα κόκαλά μου ασπρίζουν πάνω στα βότσαλα.

Κι ακόμα βλέπω, κι ακούω.

Κι η ακτή πάντα έρημη.